μισανθρωπία

μισανθρωπία
μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία
hatred of mankind
fem nom/voc/acc dual
μῑσανθρωπίᾱ , μισανθρωπία
hatred of mankind
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μισανθρωπίᾳ — μῑσανθρωπίαι , μισανθρωπία hatred of mankind fem nom/voc pl μῑσανθρωπίᾱͅ , μισανθρωπία hatred of mankind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους …   Dictionary of Greek

  • μισανθρωπία — η το μίσος για τους άλλους ανθρώπους, το να αποφεύγει κανείς τις κοινωνικές συναναστροφές: Η μισανθρωπία του οφείλεται στο ό,τι μεγάλωσε χωρίς οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

  • μισανθρωπίας — μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem acc pl μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία hatred of mankind fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МИЗАНТРОПИЯ — (греч. μισανϑρωπία, от μισέω – ненавижу и ἄνϑρωπος – человек) – ненависть к людям, отчуждение от них. М. выступает как крайняя форма индивидуализма, противопоставления личности обществу. Трактовка М. как разрыва всех связей с обществом исходит от …   Философская энциклопедия

  • ненависточеловѣчьѥ — НЕНАВИСТОЧЕЛОВѢЧЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Человеконенавистничество: аще ли истѧскъша˫а слезами не подражаю. то кто мнѣ законъ. наватово ненависточл҃вчье. иже лихоимьства не ѹтоливъ. втораго капищеслужень˫а. (ἡ... μισανϑρωπία) ΓБ XIV, 23в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • misantropía — (Del gr. miseo, odiar + anthropos , hombre.) ► sustantivo femenino SICOLOGÍA Actitud propia de la persona que siente aversión hacia las otras. ANTÓNIMO sociabilidad * * * misantropía f. Cualidad o actitud de misántropo. * * * misantropía. (Del gr …   Enciclopedia Universal

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”